Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατὰ συζυγίας

См. также в других словарях:

  • συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …   Dictionary of Greek

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …   Dictionary of Greek

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»